- ραβδομυοσάρκωμα
- το, Νιατρ. σπάνιος και εξαιρετικά κακοήθης όγκος, που προέρχεται από τους σκελετικούς μυς τού σώματος και εμφανίζεται συχνότερα κατά την πέμπτη έως έκτη δεκαετία τής ζωής, αλλά έχει, συνήθως, ύπαρξη και αύξηση δέκα ή περισσότερων χρόνων προτού ανακαλυφθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhabdomyosarcoma (< ράβδος + μύς, μυός + σάρκωμα)].
Dictionary of Greek. 2013.